- αναυμάχητος
- ἀναυμάχητος, -ον (Α)1. ο χωρίς ναυμαχία (όλεθρος)2. (ναυς) που δεν πήρε μέρος σε ναυμαχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναυμάχητον — ἀναυμάχητος without sea fight masc/fem acc sg ἀναυμάχητος without sea fight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναυμάχητοι — ἀναυμάχητος without sea fight masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)